αργό

αργό
Χημικό στοιχείο, που ανήκει στην ομάδα των ευγενών αερίων. Έχει σύμβολο Ar, ατομικό αριθμό 18 και ατομικό βάρος 39,944· λιώνει στους -189,4°C και βράζει στους -185,4°C κάτω από πίεση μίας ατμόσφαιρας. Ο Χένρι Κάβεντις, μελετώντας τον αέρα το 1785, είχε παρατηρήσει ένα συστατικό διάφορο από το οξυγόνο και το άζωτο, αλλά μόλις το 1894 ο λόρδος Ρέιλι και ο Ράμσεϊ κατόρθωσαν να βρούν και να απομονώσουν το α., που οφείλει το όνομά του στη χημική του αδράνεια (αργός = αδρανής). Βρίσκεται στην ατμόσφαιρα μαζί με τα άλλα ευγενή αέρια, νέον, ήλιο, κρυπτό, ξένο, ραδόνιο, σε εκατοστιαία αναλογία κατά βάρος 1,28 και κατά όγκο 0,93. Το α. έχει πολύ χαμηλή θερμική αγωγιμότητα, η οποία μαζί με τη χημική του αδράνεια το κάνει χρησιμότατο στην κατασκευή λυχνιών φθορισμού· εφαρμόζεται επίσης στην κατασκευή θερμομέτρων αερίων, για τη μέτρηση πολύ υψηλών θερμοκρασιών και συσκευών που απαιτούν αδρανή ατμόσφαιρα (ηλεκτρονικοί σωλήνες, μετρητές Γκάιγκερ κλπ.). Χρησιμοποιείται ακόμα ευρύτατα, πάντοτε εξαιτίας της αδράνειάς του, στη συγκόλληση και την κοπή σιδηρούχων και μη μετάλλων, στη μεταλλουργία ορισμένων στοιχείων, όπως το τιτάνιο, και στην παρασκευή κρυστάλλων γερμανίου και πυριτίου για τρανζίστορ. Το α. λαμβάνεται ως υποπροϊόν της απόσταξης του υγρού αέρα ή ως κατάλοιπο επεξεργασίας στη βιομηχανία της αμμωνίας, και σε άλλες συνθέσεις όπου χρησιμοποιείται ο αέρας.
* * *
το
χημ. αέριο που βρίσκεται στον ατμοσφαιρικό αέρα σε πολύ μικρές ποσότητες, αδρανές στοιχείο που δεν ενώνεται με άλλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Tobacco packaging warning messages — Smoking warning on the back of a cigarette pack, in Australia Tobacco packaging warning messages are health warning messages that appear on the packaging of cigarettes and other tobacco products. They have been implemented in an effort to enhance …   Wikipedia

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • σιγαλός — και σιγηλός, ή, ό / σιγαλός και σιγηλός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που τηρεί σιγή, σιωπηλός 2. αυτός που δεν λέει πολλά, λιγομίλητος 3. αυτός που γίνεται χωρίς να προκαλεί θόρυβο, αθόρυβος, ήσυχος, σιγανός νεοελλ. 1. αυτός που κινείται με αργό ρυθμό,… …   Dictionary of Greek

  • τζόγκινγκ — το, Ν άκλ. (ξεν.) αργό τρέξιμο που αποτελεί μορφή άθλησης με σκοπό την ψυχαγωγία και τη διατήρηση καλής φυσικής κατάστασης το οποίο διαδόθηκε ιδίως μετά από τη δεκαετία τού 1960. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jogging «αργό τρέξιμο»] …   Dictionary of Greek

  • Βιβάλντι, Αντόνιο — (Antonio Vivaldi, Βενετία 1675 – Βιέννη 1741). Ιταλός συνθέτης. Τα πρώτα του μουσικά μαθήματα τα διδάχτηκε από τον πατέρα του, που ήταν βιολιστής, και συμπλήρωσε τις σπουδές του με τον Τζοβάνι Λεγκρέντσι. Κατά καιρούς κατέλαβε πολλές μουσικές… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”